- μίλι
- Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ) έχει μήκος 1.609,34 μ.
Η λέξη προέρχεται από ρωμαϊκό οδοιπορικό μέτρο milia ή millia που αντιστοιχούσε σε χίλια βήματα, δηλαδή (με βάση 1,48 μ. το κάθε βήμα) 1.480 μ. Αναφέρεται ήδη στα Ελληνικά από τον Πλούταρχο και βρίσκεται και στο ελληνικό κείμενο των Ευαγγελίων. Στο Βυζάντιο ήταν το συνηθισμένο μέτρο αποστάσεων (μίλιον).
* * *το (ΑΜ μίλιον, Α και μείλιον, Μ και μίλιν)μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων διαφορετική κατά χώρες και εποχές (α. «αγγλικό μίλι» — αγγλοσαξονική μονάδα αποστάσεων, που υποδιαιρείται σε 1.760 γιάρδες ή 5.280 πόδια και ισούται με 1609,344 μέτραβ. «ρωμαϊκό[ν] μίλι[ον]» — μονάδα μήκους που ήταν ισοδύναμη με 1.620 γιάρδες ή 1.482 μέτραγ. «διεθνές ναυτικό μίλι» — μονάδα μέτρησης αποστάσεων στη θάλασσα που ισούται με 1.852 μέτραδ. «βυζαντινό μίλι[ον]» — μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με 1.800 βήματα)νεοελλ.μεγάλη απόσταση σε χερσαία ή υδάτινη επιφάνεια η οποία δεν προσδιορίζεται ακριβώςμσν.-αρχ.μικρό νόμισμα ευτελούς αξίαςαρχ.μιλιοδείκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μίλιν < μίλιον < λατ. millia/mille «χίλιοι, χίλια»].
Dictionary of Greek. 2013.